''Η επιτυχία είναι να σε σέβονται''!
Όταν μιλάς για τον Γιώτη Τσαλουχίδη δεν χρειάζεται να λες και πολλά πράγματα… Άλλωστε η πορεία του στο χώρο του ποδοσφαίρου κυρίως με τον Ολυμπιακό και την Εθνική ομάδα αλλά και η εν γένει παρουσία του είναι στοιχεία που μιλούν από μόνα τους. Ξεκίνησε στη Βέροια, στην οποία έμεινε μέχρι και το 1987, συνέχισε για οκτώ χρόνια στον Ολυμπιακό (μέχρι το 1995), έπαιξε για ένα χρόνο στον Π.Α.Ο.Κ. (1996-97) και έκλεισε την καριέρα του από εκεί που ξεκίνησε το 1997. Φόρεσε με απόλυτη επιτυχία τη φανέλα της Εθνικής μας ομάδας από το 1987 έως το 1996, παίζοντας και στο Μουντιάλ της Αμερικής το 1994. Έχει περάσει επίσης από τις Εθνικές ομάδες Νέων, Ελπίδων καθώς και από τη Μεσογειακή και Ολυμπιακή ομάδα. Σαν προπονητής εργάστηκε στην Καβάλα, τη Δόξα Δράμας, τα Τρίκαλα, τη Βέροια και στην Πτολεμαΐδα, ενώ είναι κάτοχος του διπλώματος UEFA A’ και απόφοιτος των ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης. Ο Γιώτης Τσαλουχίδης επισκέφτηκε τη Ρόδο και βρέθηκε σε σχολικές εκδηλώσεις μιλώντας στα παιδιά. Παράλληλα μίλησε στο Μάκη Δούβαλη για όλους και για όλα. Για την καριέρα του, την πορεία του ως παίκτης και προπονητής, δίνοντας παράλληλα συμβουλές στα νέα παιδιά. Αναλυτικά:
Για την επίσκεψη του στη Ρόδο: «Όλα τα παιδιά ψάχνουν κάποια πρότυπα. Αυτό που ήρθα να πω στη Ρόδο δεν ήταν όμως το βιογραφικό και η πορεία μου, αλλά αυτό που αποκόμισα σ’ όλη αυτή τη διαδρομή, έτσι ώστε τα παιδιά να βρουν το δικό τους δρόμο και να φτάσουν πιο ψηλά από μένα. Πάντα υπάρχει ένας μεγαλύτερος στόχος και το κάτι παραπάνω. Τα παιδιά παρουσίασαν βίντεο με τα γκολ που είχα πετύχει, με την καριέρα και την πορεία μου. Ήταν πολύ οργανωμένα. Αυτό που μέτρησε για μένα είναι ότι τα παιδιά έχουν θέληση και λαμπρό μέλλον. Ο Έλληνας φημίζεται όπου και να τον βάλεις, όπου και να τον ρίξεις. Αυτό το διαπίστωσα και όταν πήγα στον Καναδά».
Για τα παιδικά του όνειρα: «Νομίζω ότι όταν ξεκινάς από τη μικρή ηλικία, έχεις ένα στόχο, ένα παιδικό όνειρο, γυμνάζεσαι και δεν ξέρεις που μπορείς να φτάσεις. Έτσι και μένα το παιδικό μου όνειρο ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής. Το πρώτο πράγμα που με ενδιέφερε ήταν να παίξω. Έπαιζα με φίλους στη γειτονιά, ξεκινώντας από τα τσικό της Βέροιας. Αυτό που κάνεις πρέπει να το αγαπάς αλλά πρέπει να το συνδυάσεις και με τα γράμματα. Όταν ξεκίνησα το ποδόσφαιρο πρόσεχα και τα γράμματα και το ποδόσφαιρο, γιατί δεν πρέπει να αφήνεις το ένα για το άλλο».
Για τα παιδιά και τον αθλητισμό: «Όταν θέλεις, μπορείς να τα συνδυάσεις και τα δύο. Όλα γίνονται αρκεί, να το θέλει το κάθε παιδί. Πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου και να παθιάζεσαι με αυτό που κάνεις. Το παιχνίδι κάνει πιο δυνατό ένα παιδί. Όταν χτυπούσαμε παλιά δεν ερχόταν κανείς να μας πει τι πάθαμε. Τώρα τρέχουν όλοι από πάνω του. Ένα χτύπημα στο παιχνίδι σε κάνει πιο δυνατό, πιο σκληρό και πιο ανθεκτικό. Όταν είσαι σκληρός και αντέχεις σε όλες τις συνθήκες, μπορείς να πετύχεις. Για το λόγο αυτό ας αφήσουμε τα παιδιά να βρουν μόνο τους, το δρόμο τους. Πολλές φορές οι γονείς άθελα τους, γιατί από αγάπη γίνεται, τους κάνουν κακό. Δεν πρέπει να μιλάνε στους προπονητές και να έχουν άποψη για όλα στον αθλητισμό».
Για τη ζωή των παιδιών με την τεχνολογία και τις συμβουλές που δίνει: «Πάντα πρέπει να βαδίζουμε με τον εκσυγχρονισμό. Πολλά παιδιά ασχολούνται για ώρες με τον υπολογιστή. Πάντα όμως πρέπει να υπάρχουν όρια. Παν μέτρον άριστον. Σε κάνει πιο σκληρό και πιο οξυδερκή όταν γυμνάζεσαι. Όταν ασχολείσαι όλη την ώρα μ’ έναν υπολογιστή, ουσιαστικά είσαι σε μία νάρκη. Ο κόσμος δεν είναι αυτό το πράγμα, είναι οι σχέσεις, οι παρέες, οι φίλοι, η διασκέδαση, τα ταξίδια. Τα παιδιά έχουν ξεγελαστεί κάπως. Η ουσία είναι μία. Τα παιδιά να διαβάσουν, να περάσουν σ’ ένα πανεπιστήμιο και όσα παιδιά δεν μπορέσουν υπάρχουν πολλοί κλάδοι για να ασχοληθούν». Το αθλητικό κομμάτι μπορεί να δώσει σ’ ένα παιδί, πράγματα που δεν μπορούσε να φανταστεί στη ζωή του. Προσωπικά, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ζούσα τόσα πράγματα. Σε ηλικία 33 ετών είχα δει τα πάντα στη ζωή μου».
Για την παιδική του ζωή στη Βέροια: «Είμαι πολύ ευτυχισμένος γιατί έζησα πολλά και ωραία παιδικά χρόνια με πολλά παιχνίδια στη Βέροια. Ήμασταν αγαπημένη οικογένεια. Μ’ ένα μισθό τότε ζούσαμε και καλά και άνετα. Στη συνέχεια η παρουσία μου στο ποδόσφαιρο μου άλλαξε τη σκέψη, τους στόχους και τις επιλογές μου».
Για το ξεκίνημα στη Βέροια: «Στη Βέροια ήμουν από τα ταλέντα στη Β’ Εθνική. Τα πρώτα χρόνια στην ομάδα ήταν δύσκολα και κινδυνεύαμε με υποβιβασμό. Μετά ήρθε προπονητής ο κ. Μπατάκης και πήραμε το πρωτάθλημα. Έπαιξα ως αμυντικό χαφ και συνέχισα στην ίδια θέση, πετυχαίνοντας και αρκετά γκολ. Οι παίκτες που πετυχαίνουν γκολ στη θέση αυτή είναι δυσεύρετοι. Είχα αρκετές προτάσεις από τον Π.Α.Ο.Κ., τον Άρη, τον Παναθηναϊκό, την Α.Ε.Κ. και τον Ολυμπιακό».
Για τους λόγους που ξεχώριζε ο… Γιώτης Τσαλουχίδης: «Μπορείς να δεις πολλούς παίκτες με τρομερή τεχνική ή σπουδαία χαρακτηριστικά. Ένα πράγμα όμως μετράει στον άνθρωπο και δεν αγοράζεται. Είναι η ψυχή. Είναι η αγάπη, το πάθος και η ψυχή του ανθρώπου. Αν τα συνδυάσεις με το μυαλό, τότε όλα είναι σπουδαία. Κάποιοι μπορούν να πουν για έναν παίκτη ότι είναι γρήγορος και τρέχει καλά. Και το τρένο τρέχει στις ράγες, το θέμα είναι να ξέρει και πότε θα σταματήσει. Είναι και το ταλέντο του κάθε παίκτη. Ο καθένας ξεχωρίζει και αφήνει μία ιστορία στο χώρο. Ο πλούτος στο ποδόσφαιρο και στον αθλητισμό είναι να κρίνουν οι άλλοι την ιστορία και να σε αναγνωρίζουν και να σε σέβονται και οι αντίπαλοι. Αυτή είναι η επιτυχία στο ποδόσφαιρο».
Για τη μεταγραφή του στον Ολυμπιακό: «Όταν πήγα στον Ολυμπιακό, πρόεδρος ήταν ο Κοσκωτάς και όλοι έτρεχαν γύρω του. Ο Ολυμπιακός είναι τεράστια ομάδα, η καλύτερη κι αυτό φαίνεται και από τις επιτυχίες που έχει όλα αυτά τα χρόνια. Έχουν περάσει τεράστιοι ποδοσφαιριστές από τον Ολυμπιακό και ακούγοντας τα ονόματα τους, νιώθω μικρός κι εγώ. Πέρασαν παίκτες «βουνά» από τον Ολυμπιακό.
Για τα «πέτρινα» χρόνια στον Ολυμπιακό: «Τα πέτρινα χρόνια της κάθε ομάδας δεν είναι ποδοσφαιρικά, αλλά διοικητικά. Ο Ολυμπιακός είχε πάρα πολλά προβλήματα με τον Κοσκωτά και τον Σαλιαρέλη και μετά ευτύχησε να έρθει ο Κόκκαλης».
Για τις καλύτερες στιγμές του με τον Ολυμπιακό: «Ήταν όταν έπαιζα σε κάθε παιχνίδι με την ομάδα. Η φανέλα του Ολυμπιακού είναι τεράστια. Είναι χαρά μου που εκπροσώπησα αυτό το σύλλογο. Κατέκτησα δύο κύπελλα Ελλάδας και σκόραρα, άρα η χαρά μου ήταν διπλή».
Για όσα έμαθε από το ποδόσφαιρο: «Δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις όταν είσαι ποδοσφαιριστής τι πραγματικά έχεις κάνει. Και στην Εθνική είχα συμπαίκτες βουνά, όπως ο Σαργκάνης, ο Σαραβάκος, ο Καρούλιας, ο Αναστόπουλος και πολλούς άλλους. Κοιτούσα να κερδίσω δίπλα τους και να μάθω. Στη ζωή και στον αθλητισμό υπάρχει ιεραρχία και πρέπει να σέβεσαι τον μεγαλύτερο και αυτόν που έχει προσφέρει περισσότερα. Ποτέ δεν πρέπει να το παίζεις έξυπνος και αν ποτέ ξεπεράσεις κάποιον, να μην τον πατήσεις, αλλά να τον σεβαστείς διπλά. Γιατί μην ξεχνάς ότι από εκεί μαθαίνεις».
Για την Εθνική ομάδα, το παγκόσμιο κύπελλο στις Η.Π.Α. και το «αντάμωμα» με τον Ντιέγκο Μαραντόνα: «Δεν σηκώνει αμφισβήτηση για το αν είναι καλός παίκτης ο Μαραντόνα. Είναι τεράστιος, είναι μύθος, είναι από τους παίκτες που δεν ξεχνάς ποτέ. Τον σέβεσαι απόλυτα. Όλη η Αργεντινή ήταν τεράστια, με παίκτες όπως ο Μπατιστούτα, ο Ρεδόντο, ο Κανίγια, ο Σιμεόνε και πολλοί άλλοι. Είχαμε πέσει σ’ έναν πολύ δύσκολο όμιλο με αντιπάλους επίσης την εξαιρετική Νιγηρία και τη Βουλγαρία».
Για τις εμπειρίες του στην Αμερική, τη σύγκριση με την Ελλάδα και την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας: «Η Αμερική είναι το κέντρο της Γης. Ότι και να γίνεται στην Αμερική το προσέχει όλος ο κόσμος. Είναι πανέμορφη χώρα, που σου δίνει πολλά προνόμια ως χώρα για να δημιουργήσεις. Η χώρα η ίδια σε βοηθάει να ασχοληθείς, αρκεί να είσαι συνεπής. Αυτή είναι η διαφορά με την Ελλάδα. Όταν μία χώρα έχει χρεοκοπήσει και παίρνει δανεικά, είναι αδύνατον οι πολίτες της να είναι πλούσιοι. Ο πολίτης πληρώνει τα σπασμένα όλων αυτών των χρόνων. Δεν μου αρέσει να μιλάω πολιτικά, αλλά κάποια στιγμή… έλεος. Κάποια στιγμή η Ελλάδα πρέπει να βρει τον εαυτό της, να πατήσει στα πόδια της και να ξεφύγει. Μπορεί το κέντρο της Γης να είναι η Αμερική, αλλά εμείς ήμαστε μαγική χώρα. Είμαστε η μοναδική χώρα που έχει όλο το χρόνο τουρισμό».
Για την παρουσία του στον Π.Α.Ο.Κ., το τότε και το τώρα: «Στον Π.Α.Ο.Κ. πήγα στα πέτρινα χρόνια επί θητείας του Θωμά Βουλινού. Ο Π.Α.Ο.Κ. είναι πολύ μεγάλη ομάδα με πολύ κόσμο. Τώρα μπήκε και ο Ιβάν Σαββίδης στην ομάδα. Μου αρέσουν να δυναμώνουν όλες οι ομάδες, ο Π.Α.Ο.Κ. βρήκε το δρόμο του και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ιβάν φέρνει χρήματα απ’ έξω. Θέλουμε ανθρώπους να κάνουν κάτι τέτοιο για να σωθεί και η χώρα μας. Το τι κάνει ο καθένας στο χώρο του, σαν… Γιώτη δεν με ενδιαφέρει. Αυτό που θέλω είναι να προοδεύει η χώρα μου».
Τι φοβάται περισσότερο στο αθλητικό κομμάτι: «Πάμε να διχάσουμε τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα μέσω του ποδοσφαίρου και φοβάμαι μήπως αυτό έχει κοινωνικές προεκτάσεις. Έχουν μπει δύο παράγοντες, που μπορεί να φανατίσουν την κατάσταση. Έχουμε ανάγκη από βιώσιμους παράγοντες, γιατί έτσι γίνεται πιο ανταγωνιστικό το ποδόσφαιρο και έρχονται καλύτεροι παίκτες στην Ελλάδα».
Για όλα αυτά που έχουν ακουστεί με τα στημένα παιχνίδια: «Αν πραγματικά αποδεικνύεται κάτι, να πάνε… μέσα οι άνθρωποι. Πραγματικά να πάνε μέσα. Υπάρχουν πολλοί που ζουν από το ποδόσφαιρο, κάποιοι πλουτίζουν και κάποιοι χάνουν περιουσίες. Αν μία χώρα θέλει να καθαρίσει μία κατάσταση, δεν χρειάζεται αρκετός καιρός, απλά πρέπει να γίνει η εφαρμογή των νόμων. Δεν έχει γίνει ποτέ τίποτα στην Ελλάδα».
Για το αν είχε γίνει τίποτα παρόμοια στην εποχή του: «Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω, γιατί δεν έχω τύχει ποτέ σε τέτοια περίπτωση. Δεν θα μπω στη διαδικασία του καφενείου».
Για το τέλος της καριέρας του και τις προσφορές που είχε: «Δεν ήταν δύσκολη η απόφαση μου να σταματήσω το 1997 στη Βέροια, γιατί ήμουν γεμάτος. Πρέπει να σταματάς με το κεφάλι ψηλά. Είχα μία πρόταση από ομάδα χαμηλότερης κατηγορίας με πολλά χρήματα αλλά δεν πήγα. Όταν έχεις παίξει στον Ολυμπιακό και στην Εθνική ομάδα, δεν πας αλλού γιατί υποτιμάς και υποβαθμίζεις τον εαυτό σου. Όταν ανανέωσα τη συνεργασία μου με τον Ολυμπιακό, είχα νωρίτερα προτάσεις και από τις άλλες μεγάλες ελληνικές ομάδες. Ήταν με διπλάσια χρήματα οι προσφορές που είχα. Τότε έπαιξε ρόλο το συναίσθημα. Ο κόσμος του Ολυμπιακού με αγάπησε και δεν μπορούσα να τον προδώσω. Δεν ήθελα να προσβάλλω τον Σωκράτη Κόκκαλη. Δεν πήρα τότε τα διπλάσια χρήματα και προτίμησα τον Ολυμπιακό. Υπάρχουν και άνθρωποι που δεν εξαγοράζονται».
Για το αν νιώθει αδικημένος σε τίτλους: «Τα σκάνδαλα που γίνονταν επί εποχής μας ήταν απίστευτα. Δεν θέλω όμως να σταθώ σε εκείνα τα πράγματα. Αυτά μου στέρησαν και τίτλους και χρήμα. Τώρα τα λούζονται και γκρινιάζουν. Τα πέτρινα χρόνια αφορούν τις διοικήσεις. Αν είχα προστασία από μία διοίκηση, ώστε να μην αδικούμαι και αν είχα έναν πρόεδρο στην πορεία όπως ήταν ο Κόκκαλης ή ο Μαρινάκης θα είχα 15 πρωταθλήματα. Τα παιδιά που τα πήραν τα άξιζαν, γιατί είχαν διοικήσεις που έστησαν σωστά τις ομάδες και έβαλαν τις βάσεις. Για να πάρεις πρωτάθλημα, πρέπει να παίξεις καλά και να κάνεις καλή ομάδα».
Για την προπονητική του καριέρα: «Η προπονητική καριέρα δεν έχει σχέση με την ποδοσφαιρική. Σαν ποδοσφαιριστής… εξαρτάσαι από σένα. Σαν προπονητής αυτά που έχω κάνει είναι επιτυχημένα. Στην Ελλάδα ανακυκλώνονται οι ίδιοι προπονητές. Δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν για τη δουλειά του. Στη ζωή μου έμαθα ένα πράγμα. Τα έργα μου μετράνε και μπορώ να αναλύσω τι έχω κάνει στη ζωή μου σαν προπονητής».
Για την εμπειρία του στο Τορόντο: «Πήγα να αναλάβω μία ομάδα στο Τορόντο. Δεν έγινε η συμφωνία και υπήρχαν αρκετοί Έλληνες που μου είπαν να κάνουμε ένα κλαμπ ποδοσφαίρου με 100 παιδιά απ’ όλες τις φυλές. Είχε μεγάλη επιτυχία σε συνεργασία και με το Λάκη Παπαϊωάννου. Βρήκαμε πολλά ταλέντα και βρήκαμε και δύο που είναι τώρα στις ακαδημίες του Παναθηναϊκού. Ο Καναδάς είναι μία χώρα που έχει οργάνωση, σύστημα και βοηθάει τους πολίτες του. Μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά έπρεπε να γυρίσω. Μπορώ να δώσω στην Ελλάδα περισσότερα πράγματα».
Το μήνυμα του Γιώτη Τσαλουχίδη: «Επενδύστε στα μικρά παιδιά. Είναι το παρόν και το μέλλον της χώρας σε όλους τους τομείς και κατ’ επέκταση και στον αθλητισμό. Θα ήθελα να ευχηθώ καλή επιτυχία στις τρεις ομάδες της Ρόδου στη Γ’ Εθνική. Να βγει μία στη Β’ Εθνική. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν ερχόμασταν στο νησί είτε με τη Βέροια είτε με τον Ολυμπιακό και δίναμε μάχες. Και ο Διαγόρας και η Ρόδος είχαν σπουδαίους παίκτες. Όταν δουλεύεις σωστά και υπάρχουν κατάλληλοι δάσκαλοι, θα αναδειχθούν οι παίκτες. Παντού υπάρχουν ταλέντα, ακόμη και στο πιο μικρό χωριό της Ρόδου. Θέλω να πω ότι ανεξαρτήτως χρωμάτων στον αθλητισμό, υπάρχει ένα πράγμα. Η χώρα μας, η πατρίδα μας, η Εθνική μας ομάδα».