
Αναμνήσεις του...Χαρίση!
Τη δική του κατάθεση ψυχής έκανε ο παλαίμαχος πλέον αθλητής Κώστας Χαρίσης, ο οποίος έπαιξε για αρκετά χρόνια στον Κολοσσό και ουσιαστικά έκλεισε την καριέρα του στον Ιπποκράτη. Ο 42χρονος πλέον Χαρίσης μίλησε για το ξεκίνημα του στο μπάσκετ, τα παιδικά του χρόνια και την παρουσία του στον Ολυμπιακό. «Κάτι ξεχωριστό είναι συχνά κάτι συνηθισμένο, απλό. Έτσι ήταν και τα παιδικά χρόνια μου. Ήταν φυσιολογικά, ήρεμα, χωρίς δυσκολίες, αν και δεν ήταν πλουσιοπάροχα. Ο πατέρας μου εργαζόταν σε τράπεζα και η μητέρα μου ήταν ασφαλίστρια, πριν αφοσιωθεί στα περιβόητα «οικιακά». Ο γονείς μου, όπως και πολλοί γονείς, δεν ήθελαν τότε να ασχοληθώ με τον αθλητισμό. Δεν είχαν διαθέσιμο χρόνο να με πηγαινοφέρνουν σε προπονήσεις. Όταν ο γιος τους, ωστόσο, άρχισε να ψηλώνει πολύ, δέχθηκαν πιέσεις από φίλους. Τους έλεγαν ότι ο έφηβος Κώστας, με σχεδόν δύο μέτρα μπόι, «δεν γίνεται να μην παίζει μπάσκετ».
Κάπως έτσι, βρέθηκα σε μία άλλη γειτονιά, στα ανοικτά γήπεδα του Πανελληνίου.
Εκεί γνώρισα τον πρώτο προπονητή μου, τον Δημήτρη Γκόφα, αλλά και τον Θέμη Χολέβα. Εκείνοι με έβαλαν στη λογική του αθλήματος, στη γνώση της τεχνικής, προσπαθώντας στα 14-15 μου να «προλάβω» τα υπόλοιπα παιδιά.βΟ κόουτς Γκόφας ασχολήθηκε πολύ μαζί μου. Είχα μπροστά μου συμπαίκτες που ήταν μέλη των «μικρών» εθνικών, όπως ο αείμνηστος Μάικ Ευαγγελίτσης, με τον οποίο μέναμε κοντά και παίζαμε παρέα και εκτός προπόνησης.
Την επόμενη χρονιά, το 1996, αναγκάστηκα να πάω σε μία πιο μικρή τότε ομάδα, την Α.Ε. Ψυχικού, ώστε να αποκτήσω αγωνιστική εμπειρία. Οι ατομικές προπονήσεις με τον Χολέβα και τον Μάικ μείωσαν την «ψαλίδα» και την απόσταση με τους συμπαίκτες μου. Σε δύο-τρία χρόνια, στην ομάδα του Ψυχικού, κατόρθωσα να φτάσω σε ένα επίπεδο να μπορώ να προπονηθώ με ομάδα της Α1. Έχω να μιλήσω πολλά χρόνια μαζί του, όμως ο ατζέντης, ο κ. Ισίδωρος Κούνουπας, με βοήθησε να βρεθώ στην ομάδα του Παπάγου, στην τελευταία σεζόν στην Α1 το 1998, και να παίξω στη μεγάλη κατηγορία.
Ο γονείς μου επέμεναν φυσικά να δώσω Πανελλαδικές, κάτι που δεν ήταν δική μου προτεραιότητα. Η άρνησή μου ήταν μεγάλη και για αυτό δεν έγραψα καλά. Η οικογένειά μου κατάλαβε ότι ήμουν σοβαρός σε αυτή την αθλητική επιδίωξη και ότι δεν το έβλεπα επιπόλαια. Ήθελα να παίξω μπάσκετ, λάτρεψα τον αθλητισμό και βρέθηκε η χρυσή τομή αυτού που αγαπούσα με την εκπαίδευση, ταξιδεύοντας στην Αμερική για να σπουδάσω.
Στον Παπάγου γνώρισα τον Σωτήρη Βούκια, ο οποίος με βοήθησε αρκετά και με προετοίμασε σωματικά, ενώ με έφερε σε επαφή με πανεπιστήμια. Αποφοίτησα το 2003 από το Σάουθερν Καλιφόρνια με πτυχίο Οικονομικών και οι γονείς μου ήξεραν ότι μετά τις σπουδές θα παίξω επαγγελματικά. Μόνο αυτό σκεφτόμουν. Τότε, θεωρούσα κάτι σαν «βουνό», σαν ακατόρθωτο, να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου. Κάτι που, βεβαίως, συνέβη μετά το τέλος της μπασκετικής καριέρας μου. Πολλές φορές οι αθλητές πιστεύουμε ότι κάνουμε κάτι πολύ σημαντικό. Ενώ ουσιαστικά περνάμε καλά δύο ώρες κάνοντας αυτό που αγαπάμε. Είναι επάγγελμα, όμως παραμένει παιχνίδι. Βεβαίως, όταν αυξάνεται η πίεση από προπονητές, φιλάθλους, ανεβαίνει και το άγχος. Αλλά μπορούμε να μάθουμε από αυτό, προκειμένου να διαχειριζόμαστε απίστευτες καταστάσεις. Χωρίς, φυσικά, να παραγνωρίζουμε την αξία και την προσπάθεια εκείνων που ξυπνούν κάθε μέρα και εργάζονται οκτώ και περισσότερες ώρες σε δυσκολότερες καταστάσεις…
Όποιος αθλητής πει ότι δεν σκέφτηκε ποτέ να τα παρατήσει, δεν λέει αλήθεια. Δεν θυμάμαι αν το ξεστόμισα στις Η.Π.Α., όσο αγωνιζόμουν στο NCAA. Στα 23 μου, όμως, στον Ολυμπιακό, το έφερα στο μυαλό μου. Το είπα από μέσα μου. Ερχόμουν με τόση ορμή, με τόσα όνειρα και με παραστάσεις σε προπονήσεις με μετέπειτα παίκτες ΝΒΑ, όπως με τον συγκάτοικο στα ταξίδια, Μπράιαν Σκαλαμπρίνι. Ένα παιδί που δεν… «χαλούσε». Δεν σταματούσε. Είχε απίστευτη ενέργεια! Στην Ευρώπη θα έγραφε ιστορία. Ήμουν συμπαίκτης με τον Ντέιβιντ Μπλούθενθαλ, που αγωνίστηκε στη Μακάμπι Τελ Αβίβ και τον Τζεφ Τρεπάνια. Διατηρούμε ακόμη επαφή με όλους. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα από ένα διαφορετικό περιβάλλον και με τόσες εμπειρίες, θεωρούσα ότι θα έρθω να παίξω, να σταθώ.
Όσο ήταν κόουτς στον Ολυμπιακό ο κ. Σούμποτιτς, όλα είχαν σταθερή πορεία. Η σεζόν, όμως, ξεκίνησε άσχημα, ήρθε στη θέση του ο κ. Σάκοτα και η χρονιά ολοκληρώθηκε με υπηρεσιακό προπονητή τον Μίλαν Τόμιτς. Η πίεση μεγάλωνε, ο κόουτς ήταν με την «πλάτη στον τοίχο» και δεν μπορούσε να δώσει χρόνο σε μένα ή τον Γιώργο Πρίντεζη και τον Γιάννη Καλαμπόκη. Εκείνη η περίοδος με «φρέναρε» απότομα και δεν ήμουν βέβαιος ότι θέλω να συνεχίζω να παίζω… Δεν ήξερα αν αξίζει, αν άξιζαν οι θυσίες. Αλλά οφείλεις στην επόμενη προπόνηση και τον επόμενο αγώνα να είσαι έτοιμος και να παίξεις το «ρόλο» σου».